- ολόπλευρος
- -η, -οαυτός που συμβαίνει σε όλη την έκταση της πλευράς, που πιάνει όλη την πλευρά: Ολόπλευρη παράλυση του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ολόπλευρος — η, ο 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε όλη την έκταση τής πλευράς ή από όλες τις πλευρές («ολόπλευρη έρευνα») 2. φρ. «ολόπλευρο πυρ» η ταυτόχρονη πυροδότηση όλων τών πυροβόλων τής μιας πλευράς πολεμικού πλοίου, κν. μονοφιτιλιά τής μπάντας.… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολότοιχος — η, ο ολόπλευρος («ολότοιχον πυρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τοῖχος. Η λ. στο ουδ. ὁλότοιχον (πῦρ) μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… … Dictionary of Greek
σφαιρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει το σχήμα της σφαίρας, στρογγυλός: Η Γη έχει σφαιρικό σχήμα. 2. ολόπλευρος: Έγινε μια σφαιρική θεώρηση του ζητήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)